·

needle (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “needle”

ενικός needle, πληθυντικός needles
  1. βελόνα
    The doctor used a sterile needle to give him a vaccine.
  2. βελόνα (φύλλο δέντρου)
    The forest floor was covered in pine needles.
  3. δείκτης
    The compass needle always points north.
  4. βελόνα (πικάπ)
    He carefully placed the needle on the vinyl record.
  5. βελόνα (κείμενο προς αναζήτηση)
    The function search(text, needle, haystack) has three parameters.
  6. η βελόνα (θανατηφόρα ένεση)
    The criminal was sentenced to die by the needle.

ρήμα “needle”

απαρέμφατο needle; αυτός needles; αόριστος needled; μετοχή αορ. needled; μετοχή ενεστ. needling
  1. τρυπάω
    The acupuncturist needled specific points on her back to relieve pain.
  2. πειράζω
    She kept needling him about his tardiness until he apologized.
  3. σχηματίζω σε βελονοειδές σχήμα
    The ice crystals needled together on the windowpane overnight.