ουσιαστικό “needle”
ενικός needle, πληθυντικός needles
- βελόνα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The doctor used a sterile needle to give him a vaccine.
- βελόνα (φύλλο δέντρου)
The forest floor was covered in pine needles.
- δείκτης
The compass needle always points north.
- βελόνα (πικάπ)
He carefully placed the needle on the vinyl record.
- βελόνα (κείμενο προς αναζήτηση)
The function search(text, needle, haystack) has three parameters.
- η βελόνα (θανατηφόρα ένεση)
The criminal was sentenced to die by the needle.
ρήμα “needle”
απαρέμφατο needle; αυτός needles; αόριστος needled; μετοχή αορ. needled; μετοχή ενεστ. needling
- τρυπάω
The acupuncturist needled specific points on her back to relieve pain.
- πειράζω
She kept needling him about his tardiness until he apologized.
- σχηματίζω σε βελονοειδές σχήμα
The ice crystals needled together on the windowpane overnight.