·

booking (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
book (ρήμα)

ουσιαστικό “booking”

ενικός booking, πληθυντικός bookings
  1. κράτηση
    I made a booking for a seaside hotel room for our summer vacation.
  2. κίτρινη κάρτα (στο ποδόσφαιρο) / προειδοποίηση (σε άλλα αθλήματα)
    During the soccer match, the referee gave the midfielder a booking for a rough tackle.