ουσιαστικό “book”
ενικός book, πληθυντικός books
- βιβλίο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She downloaded a book to read on her tablet during the flight.
- βιβλίο (ένα φυσικό σύνολο σελίδων)
He placed the book on the table and started flipping through the pages.
- βιβλίο (σε θρησκευτικά κείμενα ή μεγάλα έργα)
The novel was divided into three books, each focusing on a different phase of the protagonist's life.
- μητρώο στοιχημάτων
He keeps a detailed book on all the football bets he makes throughout the season.
- πηγή γνώσης
For many, nature is a book from which we can learn about life's complexities.
- τρέχουσα γνώση σκακιστικών ανοιγμάτων ή τελικών
His opponent tried an opening that took him outside the book.
ρήμα “book”
απαρέμφατο book; αυτός books; αόριστος booked; μετοχή αορ. booked; μετοχή ενεστ. booking
- κάνω κράτηση
She booked tickets for the concert next month.
- καταγράφω στα αρχεία της αστυνομίας
After the fight at the bar, the officers booked her for assault.
- δίνω κίτρινη κάρτα (σε αθλητικούς αγώνες)
The referee booked the player for a rough tackle, showing him a yellow card.
- καταγράφω στοιχήματα ως μπουκ
At the horse races, he booked bets for all the major contenders.
- παίρνω άριστα
Sarah was thrilled to find out she had booked her torts exam, outperforming the entire class.