·

locate (EN)
ρήμα

ρήμα “locate”

απαρέμφατο locate; αυτός locates; αόριστος located; μετοχή αορ. located; μετοχή ενεστ. locating
  1. εντοπίζω
    The scientists were able to locate the source of the noise.
  2. τοποθετώ
    They decided to locate the new building near the river.
  3. εγκαθίσταμαι (για επιχείρηση ή άτομο)
    The company is planning to locate in Silicon Valley.
  4. εντοπίζω (να καθορίσω ή να σημειώσω τα όρια ή τη θέση κάποιου πράγματος)
    The surveyor was hired to locate the property lines.