ρήμα “locate”
απαρέμφατο locate; αυτός locates; αόριστος located; μετοχή αορ. located; μετοχή ενεστ. locating
- εντοπίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The scientists were able to locate the source of the noise.
- τοποθετώ
They decided to locate the new building near the river.
- εγκαθίσταμαι (για επιχείρηση ή άτομο)
The company is planning to locate in Silicon Valley.
- εντοπίζω (να καθορίσω ή να σημειώσω τα όρια ή τη θέση κάποιου πράγματος)
The surveyor was hired to locate the property lines.