ουσιαστικό “phone”
ενικός phone, πληθυντικός phones ή μη μετρήσιμο
- τηλέφωνο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Emily forgot her phone at home and couldn't contact her friends all day.
- φθόγγος
In studying the sounds of English, the linguist noted that the phone produced by the letter "t" varies significantly between the words "tap" and "stop."
ρήμα “phone”
απαρέμφατο phone; αυτός phones; αόριστος phoned; μετοχή αορ. phoned; μετοχή ενεστ. phoning
- τηλεφωνώ
I'll phone you tomorrow to confirm our plans.