·

limit (EN)
ουσιαστικό, ρήμα, επίθετο

ουσιαστικό “limit”

ενικός limit, πληθυντικός limits
  1. όριο (περιορισμός)
    The speed limit on this road is 65 miles per hour.
  2. όριο (σύνορο)
    They traveled to the limits of the known universe.
  3. όριο (μαθηματικά)
    The limit of (1 + 1/n)ⁿ as n approaches infinity is e.
  4. όριο (πόκερ)
    He prefers playing limit poker because it's less volatile.

ρήμα “limit”

απαρέμφατο limit; αυτός limits; αόριστος limited; μετοχή αορ. limited; μετοχή ενεστ. limiting
  1. περιορίζω
    The company decided to limit expenses this year.
  2. τείνω (σε όριο)
    As x becomes large, the function limits to zero.

επίθετο “limit”

βασική μορφή limit, μη βαθμ.
  1. περιορισμένος (πόκερ)
    She enjoys playing in limit tournaments rather than no-limit ones.