·

microcar (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “microcar”

ενικός microcar, πληθυντικός microcars
  1. μικροαυτοκίνητο (ένα πολύ μικρό αυτοκίνητο σχεδιασμένο για χρήση σε πόλεις)
    She bought a microcar to make parking in the city easier.