ουσιαστικό “microcar”
ενικός microcar, πληθυντικός microcars
- μικροαυτοκίνητο (ένα πολύ μικρό αυτοκίνητο σχεδιασμένο για χρήση σε πόλεις)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She bought a microcar to make parking in the city easier.