ουσιαστικό “war”
ενικός war, πληθυντικός wars ή μη μετρήσιμο
- πόλεμος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The country was devastated by years of war, leaving many cities in ruins.
- ανταγωνισμός (χωρίς φυσική μάχη)
The two tech giants are in a fierce war over smartphone market share.
- εκστρατεία (για την εξάλειψη κάτι κακού)
The city has been waging a war against pollution for years.
- διαμάχη (στο διαδίκτυο)
The comment section turned into a war over the best way to cook pasta.
ρήμα “war”
απαρέμφατο war; αυτός wars; αόριστος warred; μετοχή αορ. warred; μετοχή ενεστ. warring
- πολεμώ
The two countries war with each other over the disputed territory.