·

war (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “war”

ενικός war, πληθυντικός wars ή μη μετρήσιμο
  1. πόλεμος
    The country was devastated by years of war, leaving many cities in ruins.
  2. ανταγωνισμός (χωρίς φυσική μάχη)
    The two tech giants are in a fierce war over smartphone market share.
  3. εκστρατεία (για την εξάλειψη κάτι κακού)
    The city has been waging a war against pollution for years.
  4. διαμάχη (στο διαδίκτυο)
    The comment section turned into a war over the best way to cook pasta.

ρήμα “war”

απαρέμφατο war; αυτός wars; αόριστος warred; μετοχή αορ. warred; μετοχή ενεστ. warring
  1. πολεμώ
    The two countries war with each other over the disputed territory.