·

farewell (EN)
επίφωνο, ουσιαστικό, επίθετο

επίφωνο “farewell”

farewell
  1. αντίο
    "Farewell, my friend," she whispered as the train pulled away.

ουσιαστικό “farewell”

ενικός farewell, πληθυντικός farewells ή μη μετρήσιμο
  1. αποχαιρετισμός (ευχή για ευτυχία ή ασφάλεια)
    As she boarded the plane to start her new life abroad, her friends gathered to bid her a heartfelt farewell.

επίθετο “farewell”

βασική μορφή farewell, μη βαθμ.
  1. αποχαιρετιστήριος
    We attended a farewell party for our colleague who was moving to another city.