ουσιαστικό “dinner”
ενικός dinner, πληθυντικός dinners ή μη μετρήσιμο
- δείπνο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We have dinner together every night at 7 pm.
- δείπνο (επίσημο γεύμα)
They attended a dinner to raise funds for the hospital.
- (Ηνωμένο Βασίλειο) γεύμα που καταναλώνεται στη μέση της ημέρας (ειδικά όταν αναφέρεται σε σχολικές καντίνες)
At school, the children have their dinner at noon in the cafeteria.