·

dinner (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “dinner”

ενικός dinner, πληθυντικός dinners ή μη μετρήσιμο
  1. δείπνο
    We have dinner together every night at 7 pm.
  2. δείπνο (επίσημο γεύμα)
    They attended a dinner to raise funds for the hospital.
  3. (Ηνωμένο Βασίλειο) γεύμα που καταναλώνεται στη μέση της ημέρας (ειδικά όταν αναφέρεται σε σχολικές καντίνες)
    At school, the children have their dinner at noon in the cafeteria.