·

family (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “family”

ενικός family, πληθυντικός families ή μη μετρήσιμο
  1. οικογένεια
    We rented a hotel room for the whole family.
  2. συγγενείς
    She has a large family scattered around the world, whom she visits every year.
  3. οικογένεια (ευγενής καταγωγή)
    She was proud to belong to a family of renowned scientists.
  4. οικογένεια (στενοί δεσμοί)
    We are not a team; we are a family.
  5. οικογένεια
    The lion is a member of the family Felidae in the animal kingdom.
  6. (μουσική) μια ομάδα μουσικών οργάνων που είναι παρόμοια στον τρόπο που παράγουν ήχο
    In the orchestra, the percussion family includes drums and cymbals.
  7. οικογένεια
    The Indo-European language family includes many European and Asian languages.
  8. (μαθηματικά) μια συλλογή συνόλων ή συναρτήσεων
    In mathematics, we often study a family of functions to understand their behavior.

επίθετο “family”

βασική μορφή family, μη βαθμ.
  1. οικογενειακός
    My family life suffers due to my demanding job.
  2. οικογενειακός (κατάλληλος για παιδιά και ενήλικες)
    They searched for a family restaurant where everyone, including the kids, would be welcome.
  3. οικογενειακός (ιδιοκτησία)
    We like to shop at family businesses.