ουσιαστικό “coupe”
ενικός coupe, πληθυντικός coupes
- κουπέ (αυτοκίνητο με σταθερή οροφή, δύο πόρτες και κεκλιμένο πίσω μέρος)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He admired the sleek design of the new coupe at the car show.
- ποτήρι σαμπάνιας
The waiter filled the coupes with sparkling wine for the toast.
- παγωτό σε ποτήρι
She enjoyed a strawberry coupe after dinner at the fancy restaurant.