·

coupe (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “coupe”

ενικός coupe, πληθυντικός coupes
  1. κουπέ (αυτοκίνητο με σταθερή οροφή, δύο πόρτες και κεκλιμένο πίσω μέρος)
    He admired the sleek design of the new coupe at the car show.
  2. ποτήρι σαμπάνιας
    The waiter filled the coupes with sparkling wine for the toast.
  3. παγωτό σε ποτήρι
    She enjoyed a strawberry coupe after dinner at the fancy restaurant.