·

amazing (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
amaze (ρήμα)

επίθετο “amazing”

βασική μορφή amazing (more/most)
  1. καταπληκτικός
    The magician's performance was so amazing that the entire audience gasped in astonishment.