ρήμα “amaze”
απαρέμφατο amaze; αυτός amazes; αόριστος amazed; μετοχή αορ. amazed; μετοχή ενεστ. amazing
- καταπλήσσω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The magician's trick amazed the audience, leaving them speechless with disbelief.