·

amaze (EN)
ρήμα

ρήμα “amaze”

απαρέμφατο amaze; αυτός amazes; αόριστος amazed; μετοχή αορ. amazed; μετοχή ενεστ. amazing
  1. καταπλήσσω
    The magician's trick amazed the audience, leaving them speechless with disbelief.