ουσιαστικό “school”
ενικός school, πληθυντικός schools ή μη μετρήσιμο
- σχολείο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The children attend school five days a week.
- σχολείο (χρονική περίοδος)
She stays after school to participate in sports.
- σχολή
He is studying at the School of Medicine.
- σχολή (εξειδικευμένη εκπαίδευση)
She enrolled in a driving school to get her license.
- σχολή (καλλιτεχνική ή φιλοσοφική)
The Impressionist school revolutionized painting.
- σχολή (παραδόσεις ή πρακτικές)
He was a gentleman of the old school.
- κοπάδι
We saw a large school of dolphins during our boat trip.
ρήμα “school”
απαρέμφατο school; αυτός schools; αόριστος schooled; μετοχή αορ. schooled; μετοχή ενεστ. schooling
- εκπαιδεύω
Many future leaders were schooled in these prestigious institutions.
- (ανεπίσημο) να νικήσεις ή να υπερέχεις έναντι κάποιου αποφασιστικά
The experienced player schooled the rookie during the match.
- (για ψάρια) να κολυμπούν μαζί σε ομάδα
The fish school together to protect themselves from predators.