·

school (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “school”

ενικός school, πληθυντικός schools ή μη μετρήσιμο
  1. σχολείο
    The children attend school five days a week.
  2. σχολείο (χρονική περίοδος)
    She stays after school to participate in sports.
  3. σχολή
    He is studying at the School of Medicine.
  4. σχολή (εξειδικευμένη εκπαίδευση)
    She enrolled in a driving school to get her license.
  5. σχολή (καλλιτεχνική ή φιλοσοφική)
    The Impressionist school revolutionized painting.
  6. σχολή (παραδόσεις ή πρακτικές)
    He was a gentleman of the old school.
  7. κοπάδι
    We saw a large school of dolphins during our boat trip.

ρήμα “school”

απαρέμφατο school; αυτός schools; αόριστος schooled; μετοχή αορ. schooled; μετοχή ενεστ. schooling
  1. εκπαιδεύω
    Many future leaders were schooled in these prestigious institutions.
  2. (ανεπίσημο) να νικήσεις ή να υπερέχεις έναντι κάποιου αποφασιστικά
    The experienced player schooled the rookie during the match.
  3. (για ψάρια) να κολυμπούν μαζί σε ομάδα
    The fish school together to protect themselves from predators.