·

worth (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “worth”

βασική μορφή worth, μη βαθμ.
  1. αξίας
    This old watch is worth a lot more than you think.
  2. άξιος
    This old book might not look like much, but it's worth your attention.

ουσιαστικό “worth”

ενικός worth, μη μετρήσιμο
  1. ποσότητα (που μπορεί να αγοραστεί με το δοθέν χρηματικό ποσό)
    She bought five dollars' worth of apples at the market.
  2. ποσότητα (που μπορεί να παραχθεί ή να γίνει στο δοσμένο χρονικό διάστημα)
    She saved a month's worth of salary for her vacation.
  3. αξία (χρησιμότητας ή αρετής)
    Her advice is of great worth because of her extensive experience.