επίθετο “worth”
βασική μορφή worth, μη βαθμ.
- αξίας
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
This old watch is worth a lot more than you think.
- άξιος
This old book might not look like much, but it's worth your attention.
ουσιαστικό “worth”
ενικός worth, μη μετρήσιμο
- ποσότητα (που μπορεί να αγοραστεί με το δοθέν χρηματικό ποσό)
She bought five dollars' worth of apples at the market.
- ποσότητα (που μπορεί να παραχθεί ή να γίνει στο δοσμένο χρονικό διάστημα)
She saved a month's worth of salary for her vacation.
- αξία (χρησιμότητας ή αρετής)
Her advice is of great worth because of her extensive experience.