·

before (EN)
πρόθεση, επίρρημα, σύνδεσμος

πρόθεση “before”

before
  1. πριν από
    Finish your homework before dinner.
  2. πριν (σε ακολουθία ή σειρά)
    In the dictionary, the word "apple" appears before "banana."
  3. μπροστά από
    The majestic mountain rose before our eyes as we approached the valley.
  4. μπροστά σε
    She nervously presented her project before the entire class.
  5. υπό την επίβλεψη (κάποιου ή κάποιας ομάδας)
    The proposal will be laid before the committee next Thursday.
  6. προτού (με έννοια προτεραιότητας)
    She always puts her family's needs before her own.

επίρρημα “before”

before (more/most)
  1. ποτέ (μέχρι τώρα)
    She had visited the museum once before.

σύνδεσμος “before”

before
  1. πριν (ως σύνδεσμος)
    Finish your homework before dinner is ready.
  2. προτιμώ (να... αντί να..., σε περίπτωση έντονης προτίμησης)
    I'd go hungry before I'd steal a loaf of bread.