·

certificate (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “certificate”

ενικός certificate, πληθυντικός certificates
  1. πιστοποιητικό (επίσημο έγγραφο που δείχνει ότι έχετε ολοκληρώσει ένα μάθημα ή περάσει μια εξέταση)
    She received a certificate in accounting after finishing the program.
  2. πιστοποιητικό (επίσημο έγγραφο που αποδεικνύει ότι κάτι είναι αληθές ή σωστό)
    You'll need to bring your marriage certificate to change your name on the passport.
  3. πιστοποιητικό (ένα έγγραφο που δείχνει την ιδιοκτησία κάποιου πράγματος, όπως μετοχές ή ομόλογα)
    He keeps his stock certificates in a safe place.
  4. πιστοποιητικό (πληροφορική, ένα ψηφιακό έγγραφο που επαληθεύει την ταυτότητα ενός ιστότοπου ή χρήστη)
    The browser warned that the site's security certificate was invalid.
  5. πιστοποιητικό (κατάταξη για μια ταινία που υποδεικνύει την κατάλληλη ηλικιακή ομάδα)
    The film has a certificate 12, so children under 12 can't see it alone.

ρήμα “certificate”

απαρέμφατο certificate; αυτός certificates; αόριστος certificated; μετοχή αορ. certificated; μετοχή ενεστ. certificating
  1. πιστοποιώ
    The organization certificated over 200 new nurses last year.