·

species (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “species”

ενικός species, πληθυντικός species
  1. είδος
    The giant panda is an endangered species.
  2. είδος (συγκεκριμένος τύπος)
    Laughter is a species of communication unique to humans.
  3. (χημεία, φυσική) ένας συγκεκριμένος τύπος ατόμου, μορίου ή σωματιδίου
    The solution contains multiple ion species.
  4. (Χριστιανισμός) καθένα από τα δύο στοιχεία (άρτος και οίνος) της Ευχαριστίας μετά τον καθαγιασμό τους.
    The faithful received the host and the chalice, partaking of both species.