·

fund (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “fund”

ενικός fund, πληθυντικός funds ή μη μετρήσιμο
  1. ταμείο (ποσό χρημάτων που αποταμιεύεται ή διατίθεται για συγκεκριμένο σκοπό)
    The community set up a fund to raise money for the new playground.
  2. κεφάλαιο (οργανισμός που διαχειρίζεται μια συλλογή χρημάτων για επένδυση)
    After consulting her financial advisor, she invested in an international fund to diversify her portfolio.
  3. απόθεμα
    With his fund of knowledge on the subject, he was the perfect candidate to lead the seminar.

ρήμα “fund”

απαρέμφατο fund; αυτός funds; αόριστος funded; μετοχή αορ. funded; μετοχή ενεστ. funding
  1. χρηματοδοτώ
    The government agreed to fund the construction of the new hospital in the city center.
  2. καταθέτω σε ταμείο
    She automatically funds her retirement account each month to prepare for the future.