·

knowledge (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “knowledge”

ενικός knowledge, μη μετρήσιμο
  1. γνώση
    Her knowledge of French cuisine impressed everyone at the dinner party.
  2. ενημέρωση
    I have no knowledge of the events you are talking about.

επίθετο “knowledge”

βασική μορφή knowledge, μη βαθμ.
  1. γνωστικός (π.χ. σε "γνωστικός εργαζόμενος")
    In today's job market, knowledge workers, such as programmers and analysts, are in high demand.