ουσιαστικό “knowledge”
ενικός knowledge, μη μετρήσιμο
- γνώση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her knowledge of French cuisine impressed everyone at the dinner party.
- ενημέρωση
I have no knowledge of the events you are talking about.
επίθετο “knowledge”
βασική μορφή knowledge, μη βαθμ.
- γνωστικός (π.χ. σε "γνωστικός εργαζόμενος")
In today's job market, knowledge workers, such as programmers and analysts, are in high demand.