ρήμα “persevere”
απαρέμφατο persevere; αυτός perseveres; αόριστος persevered; μετοχή αορ. persevered; μετοχή ενεστ. persevering
- επιμένω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Even though the math problems were tough, she persevered and finished her homework.