·

amortization (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “amortization”

ενικός amortization, πληθυντικός amortizations ή μη μετρήσιμο
  1. αποσβέσεις (η διαδικασία αποπληρωμής ενός δανείου με τακτικές πληρωμές σε μια χρονική περίοδο)
    They planned the amortization of their mortgage over 30 years to make the monthly payments affordable.
  2. αποσβέσεις (λογιστική, η σταδιακή μείωση της αξίας ενός άυλου περιουσιακού στοιχείου με την πάροδο του χρόνου)
    The company recorded the amortization of its patents in its financial statements each year.