επίθετο “architectural”
βασική μορφή architectural (more/most)
- αρχιτεκτονικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The city is known for its architectural landmarks, such as the old cathedral and the modern museum.