·

formidable (EN)
επίθετο

επίθετο “formidable”

βασική μορφή formidable (more/most)
  1. επιβλητικός
    The formidable mountain loomed over the village, its peak shrouded in clouds.
  2. δύσκολος να νικηθεί (για αντίπαλος)
    The chess champion proved to be a formidable opponent, winning every match with ease.