Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
ουσιαστικό “running”
ενικός running, πληθυντικός runnings ή μη μετρήσιμο
- τρέξιμο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She enjoys running in the park every morning.
επίθετο “running”
βασική μορφή running, μη βαθμ.
- τρεχούμενο
The cabin finally has running water.
- συνεχής
She provided a running commentary during the entire event.
- (ιατρική) που εκκρίνει βλέννα ή πύον
He stayed home because of his running nose.
επίρρημα “running”
- συνεχόμενα (το ένα μετά το άλλο)
Our team has won the championship three years running.