·

running (EN)
ουσιαστικό, επίθετο, επίρρημα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
run (ρήμα)

ουσιαστικό “running”

ενικός running, πληθυντικός runnings ή μη μετρήσιμο
  1. τρέξιμο
    She enjoys running in the park every morning.

επίθετο “running”

βασική μορφή running, μη βαθμ.
  1. τρεχούμενο
    The cabin finally has running water.
  2. συνεχής
    She provided a running commentary during the entire event.
  3. (ιατρική) που εκκρίνει βλέννα ή πύον
    He stayed home because of his running nose.

επίρρημα “running”

running
  1. συνεχόμενα (το ένα μετά το άλλο)
    Our team has won the championship three years running.