·

glove (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “glove”

ενικός glove, πληθυντικός gloves
  1. γάντι
    She wore gloves to keep her hands warm in the cold weather.
  2. γάντι (μπέιζμπολ, ένα επενδεδυμένο δερμάτινο κομμάτι εξοπλισμού που χρησιμοποιείται για να πιάσει την μπάλα)
    Each player grabbed his glove and ran onto the field.
  3. (μπέιζμπολ) η ικανότητα ενός παίκτη στο να πιάνει ή να σταματάει την μπάλα
    The new player was known for his excellent glove but weak batting.
  4. προφυλακτικό
    He made sure to bring a glove just in case.

ρήμα “glove”

απαρέμφατο glove; αυτός gloves; αόριστος gloved; μετοχή αορ. gloved; μετοχή ενεστ. gloving
  1. (μπέιζμπολ) να πιάσεις μια μπάλα με γάντι
    The outfielder gloved the fly ball for the final out.
  2. (κρίκετ) να αγγίξει την μπάλα με το γάντι ενώ κρατάει το μπαστούνι, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε απόρριψη.
    The batsman gloved the ball to the wicketkeeper and was given out.