·

backed (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
back (ρήμα)

επίθετο “backed”

βασική μορφή backed, μη βαθμ.
  1. με πλάτη (π.χ. καρέκλα με ξύλινη πλάτη)
    She preferred the comfort of a leather-backed sofa for her living room.
  2. εξασφαλισμένος
    The company issued new debt in the form of gold-backed bonds to attract investors.