Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
επίθετο “backed”
βασική μορφή backed, μη βαθμ.
- με πλάτη (π.χ. καρέκλα με ξύλινη πλάτη)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She preferred the comfort of a leather-backed sofa for her living room.
- εξασφαλισμένος
The company issued new debt in the form of gold-backed bonds to attract investors.