ουσιαστικό “no-show”
ενικός no-show, πληθυντικός no-shows
- απών (άτομο που δεν εμφανίζεται)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Despite confirming her attendance, Maria was a no-show at the rehearsal dinner.
- απουσία (μη εμφάνιση σε εκδήλωση ή ραντεβού)
The doctor's office charges a fee for patient no-shows.
- σοσόνι (κάλτσα που δεν είναι ορατή όταν φοριέται μέσα σε παπούτσι)
He prefers wearing no-shows with his boat shoes during summer.