·

tender (EN)
επίθετο, ουσιαστικό, ρήμα

επίθετο “tender”

βασική μορφή tender, tenderer, tenderest (ή more/most)
  1. μαλακός
    The steak was so tender it almost melted in my mouth.
  2. τρυφερός
    She gave her son a tender hug before he left.
  3. ευαίσθητος (όταν αγγίζεται)
    My shoulder is still tender from the injury.
  4. εύθραυστος
    Be careful with these tender plants—they can't survive the cold.
  5. άπειρος (νεαρός)
    He started his first business at the tender age of sixteen.

ουσιαστικό “tender”

ενικός tender, πληθυντικός tenders
  1. προσφορά (μια προσφορά για την προμήθεια αγαθών ή υπηρεσιών σε καθορισμένη τιμή)
    The company won the tender to build the new bridge.
  2. λέμβος
    We took the tender to reach the yacht anchored offshore.
  3. φιλέτο κοτόπουλου
    The kids love chicken tenders with their fries.
  4. ένα βαγόνι που συνδέεται με μια ατμομηχανή για να μεταφέρει καύσιμα και νερό
    The vintage steam train was pulling a large coal-filled tender.

ρήμα “tender”

απαρέμφατο tender; αυτός tenders; αόριστος tendered; μετοχή αορ. tendered; μετοχή ενεστ. tendering
  1. κάνω επίσημη προσφορά ή πρόταση, ειδικά στον επιχειρηματικό τομέα
    Several companies are tendering bids for the new highway project.
  2. προσφέρω ή δίνω κάτι επίσημα
    She tendered her resignation to the CEO.