ρήμα “shove”
απαρέμφατο shove; αυτός shoves; αόριστος shoved; μετοχή αορ. shoved; μετοχή ενεστ. shoving
- σπρώχνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He shoved the door open with his shoulder.
- χώνω
He shoved his clothes into the suitcase without folding them.
ουσιαστικό “shove”
ενικός shove, πληθυντικός shoves
- σπρώξιμο (δυνατό)
She gave the heavy box a shove to move it across the floor.