·

lagged (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
lag (ρήμα)

επίθετο “lagged”

βασική μορφή lagged (more/most)
  1. (στα οικονομικά και στατιστικά) που εμφανίζεται μετά από καθυστέρηση ή σχετίζεται με προηγούμενη χρονική περίοδο
    The economist analyzed the lagged effects of inflation on consumer spending.
  2. συλληφθείς
    The thief was lagged by the police yesterday.