ρήμα “retract”
απαρέμφατο retract; αυτός retracts; αόριστος retracted; μετοχή αορ. retracted; μετοχή ενεστ. retracting
- ανασύρω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The turtle quickly retracted its head into its shell when it heard footsteps approaching.
- ανακαλώ (δήλωση, υπόσχεση, κατηγορία)
Under pressure from the public, the CEO retracted his controversial statement about the company's practices.