ουσιαστικό “prudence”
ενικός prudence, πληθυντικός prudences ή μη μετρήσιμο
- σύνεση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Choosing to stay indoors during the storm was an act of prudence.
- φειδώ (οικονομική διαχείριση)
His prudence in using resources ensured the project stayed under budget.