·

prudence (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “prudence”

ενικός prudence, πληθυντικός prudences ή μη μετρήσιμο
  1. σύνεση
    Choosing to stay indoors during the storm was an act of prudence.
  2. φειδώ (οικονομική διαχείριση)
    His prudence in using resources ensured the project stayed under budget.