·

funding (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
fund (ρήμα)

ουσιαστικό “funding”

ενικός funding, πληθυντικός fundings ή μη μετρήσιμο
  1. χρηματοδότηση
    The project was delayed due to a lack of funding.