·

human (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “human”

ενικός human, πληθυντικός humans
  1. άνθρωπος
    Humans have the ability to learn from their experiences and improve over time.

επίθετο “human”

βασική μορφή human, μη βαθμ.
  1. ανθρώπινος
    The human brain is remarkably complex and capable of processing vast amounts of information.