·

either (EN)
οριστικό, αντωνυμία, επίρρημα, σύνδεσμος

οριστικό “either”

either
  1. οποιοδήποτε από τα δύο
    You can choose either color: red or blue.
  2. και οι δύο
    There are lights on either side of the mirror.

αντωνυμία “either”

either
  1. ο ένας ή ο άλλος
    Either of these options will work.

επίρρημα “either”

either
  1. ούτε
    He didn't go to the party, and I didn't either.

σύνδεσμος “either”

either
  1. είτε
    Either you finish your homework, or you can't watch TV.