ουσιαστικό “caution”
ενικός caution, πληθυντικός cautions ή μη μετρήσιμο
- προσοχή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Caution is required when you walk on the icy sidewalk.
- προειδοποίηση
Before you start the hike, let me give you a word of caution.
- επίπληξη
The police officer gave him a caution instead of taking him to court for the minor offense.
- κίτρινη κάρτα
The referee gave the player a caution for his dangerous tackle.
ρήμα “caution”
απαρέμφατο caution; αυτός cautions; αόριστος cautioned; μετοχή αορ. cautioned; μετοχή ενεστ. cautioning
- προειδοποιώ
The teacher cautioned the students to pay attention when crossing the busy street.
- ενημερώνω (ότι όσα πει μπορεί να χρησιμοποιηθούν εναντίον του στο δικαστήριο)
The police officer cautioned the suspect, informing him that his statements could be used in court.
- προειδοποιώ (ότι θα υπάρξει τιμωρία σε περίπτωση επανάληψης)
The judge decided to caution him for his first offense instead of giving him a harsher sentence.
- δείχνω κίτρινη κάρτα
The referee cautioned the player for a dangerous tackle.