ουσιαστικό “paintbrush”
ενικός paintbrush, πληθυντικός paintbrushes
- πινέλο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The artist selected a fine paintbrush to carefully add highlights to the portrait.
- πινέλο (φυτό)
While hiking, they admired the vibrant red paintbrushes blooming along the trail.