·

bought (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
buy (ρήμα)

επίθετο “bought”

βασική μορφή bought, μη βαθμ.
  1. εξαγορασμένος
    The investigation revealed that the official was a bought man.