ρήμα “prevent”
απαρέμφατο prevent; αυτός prevents; αόριστος prevented; μετοχή αορ. prevented; μετοχή ενεστ. preventing
- αποτρέπω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They took measures to prevent the problem in the future.
- εμποδίζω (κάποιον από το να κάνει κάτι)
The law prevents him from running for office.