·

foreclosure (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “foreclosure”

ενικός foreclosure, πληθυντικός foreclosures ή μη μετρήσιμο
  1. κατάσχεση (η νομική διαδικασία κατά την οποία ένας δανειστής αναλαμβάνει τον έλεγχο ενός ακινήτου όταν δεν καταβάλλονται οι δόσεις του στεγαστικού δανείου)
    After losing his job, he couldn't pay his mortgage, and the bank started the foreclosure on his house.