ουσιαστικό “undertaking”
ενικός undertaking, πληθυντικός undertakings ή μη μετρήσιμο
- εγχείρημα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Building a new school in the village was a huge undertaking for the community.
- δέσμευση
She gave an undertaking to complete the project by the end of the month.
- γραφείο τελετών (οργάνωση κηδειών)
John's family has been in the undertaking business for three generations.