·

utmost (EN)
επίθετο

επίθετο “utmost”

βασική μορφή utmost, μη βαθμ.
  1. άκρος
    He searched for the treasure at the utmost edge of the island.
  2. ανώτατος (σε βαθμό ή ένταση)
    She showed the utmost care when handling the fragile artifacts.