επίθετο “utmost”
βασική μορφή utmost, μη βαθμ.
- άκρος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He searched for the treasure at the utmost edge of the island.
- ανώτατος (σε βαθμό ή ένταση)
She showed the utmost care when handling the fragile artifacts.