·

rhythm (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “rhythm”

ενικός rhythm, πληθυντικός rhythms ή μη μετρήσιμο
  1. ρυθμός
    The drummer's hands moved swiftly, creating a complex rhythm that had everyone tapping their feet.
  2. ρυθμική ενότητα (της μπάντας ή μουσικής ομάδας)
    In the jazz band, the bass and drums formed the rhythm section, setting the groove for the saxophones and trumpets.
  3. κυκλικός ρυθμός (στις φυσικές διαδικασίες ή φαινόμενα)
    The tide followed the lunar rhythm, ebbing and flowing with the phases of the moon.