ρήμα “seem”
απαρέμφατο seem; αυτός seems; αόριστος seemed; μετοχή αορ. seemed; μετοχή ενεστ. seeming
- φαίνομαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The plan seems risky, but we have no other options.
- φαίνεται (ότι είναι αληθές)
It seems we need more time to finish the project.