·

wrong (EN)
επίθετο, επίρρημα, ουσιαστικό, ρήμα

επίθετο “wrong”

βασική μορφή wrong, μη βαθμ.
  1. λάθος
    Sorry, but that's a wrong answer.
  2. λανθασμένος
    She was wrong to claim that the Earth is flat.
  3. ανήθικος
    Stealing from others is wrong.
  4. χαλασμένος
    The clock is wrong; it stopped ticking hours ago.
  5. ακατάλληλος
    She realized she's the wrong person for him.
  6. λανθασμένος (σε περίπτωση που προκαλεί προβλήματα ή δεν είναι όπως αναμενόταν)
    What's wrong? You seem upset with me.

επίρρημα “wrong”

wrong (more/most)
  1. λανθασμένα
    He answered the question wrong on the test.

ουσιαστικό “wrong”

ενικός wrong, πληθυντικός wrongs ή μη μετρήσιμο
  1. αδικία
    Stealing from anyone is a clear wrong that society condemns.
  2. ανήθικη πράξη
    Stealing from others is an example of wrong.

ρήμα “wrong”

απαρέμφατο wrong; αυτός wrongs; αόριστος wronged; μετοχή αορ. wronged; μετοχή ενεστ. wronging
  1. αδικώ
    He felt wronged by his friend who spread rumors about him.