επίθετο “wrong”
βασική μορφή wrong, μη βαθμ.
- λάθος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Sorry, but that's a wrong answer.
- λανθασμένος
She was wrong to claim that the Earth is flat.
- ανήθικος
Stealing from others is wrong.
- χαλασμένος
The clock is wrong; it stopped ticking hours ago.
- ακατάλληλος
She realized she's the wrong person for him.
- λανθασμένος (σε περίπτωση που προκαλεί προβλήματα ή δεν είναι όπως αναμενόταν)
What's wrong? You seem upset with me.
επίρρημα “wrong”
- λανθασμένα
He answered the question wrong on the test.
ουσιαστικό “wrong”
ενικός wrong, πληθυντικός wrongs ή μη μετρήσιμο
- αδικία
Stealing from anyone is a clear wrong that society condemns.
- ανήθικη πράξη
Stealing from others is an example of wrong.
ρήμα “wrong”
απαρέμφατο wrong; αυτός wrongs; αόριστος wronged; μετοχή αορ. wronged; μετοχή ενεστ. wronging
- αδικώ
He felt wronged by his friend who spread rumors about him.