ρήμα “think”
απαρέμφατο think; αυτός thinks; αόριστος thought; μετοχή αορ. thought; μετοχή ενεστ. thinking
- σκέφτομαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
As she sat down, she thought about the solution.
- πιστεύω
I think this is the best cake I've ever tasted! What do you think?
- υποθέτω
I think it's going to rain today because the sky is so cloudy.
- σκοπεύω
I'm thinking about going for a jog this evening to clear my mind.
ουσιαστικό “think”
ενικός think, πληθυντικός thinks ή μη μετρήσιμο
- σκέψη
Give me a moment for a quick think on whether we should go ahead with the plan.