·

escrow (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “escrow”

ενικός escrow, πληθυντικός escrows ή μη μετρήσιμο
  1. ενεχυροφυλακή (μια συμφωνία όπου χρήματα ή περιουσία κρατούνται από τρίτο μέρος μέχρι να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις)
    The buyer deposited the payment into escrow until the seller completed the repairs.
  2. χρήματα ή περιουσία που κρατούνται από τρίτο μέρος μέχρι να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις
    The escrow will be released once all the paperwork is finalized.

ρήμα “escrow”

απαρέμφατο escrow; αυτός escrows; αόριστος escrowed; μετοχή αορ. escrowed; μετοχή ενεστ. escrowing
  1. καταθέτω σε μεσεγγύηση (να τοποθετήσω χρήματα ή περιουσία σε τρίτο μέρος μέχρι να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις)
    The company escrowed the payment until the new software was delivered and tested.