·

recognition (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “recognition”

ενικός recognition, πληθυντικός recognitions ή μη μετρήσιμο
  1. αναγνώριση (η πράξη της ταυτοποίησης κάποιου ή κάτι που έχει ξαναδεί)
    The use of automatic face recognition is a hotly debated topic.
  2. αναγνώριση (παραδοχή της ύπαρξης ή της αλήθειας κάποιου πράγματος)
    There is increasing recognition that healthy diets are crucial for well-being.
  3. αναγνώριση (έπαινος ή φήμη που δίνεται σε κάποιον λόγω των επιτευγμάτων του)
    The scientist received recognition for her groundbreaking work in genetics.
  4. αναγνώριση (επίσημη αποδοχή ή έγκριση μιας κυβέρνησης ή αρχής)
    The rebel group sought recognition from the United Nations as a legitimate government.
  5. (στην ανοσολογία) η διαδικασία με την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα αναγνωρίζει ξένες ουσίες
    Vaccines improve the recognition of harmful viruses by the immune system.